Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Λιαπαδίτικο γλωσσάρι (Α-Β-Γ-Δ)

ΑΛΦΑ  
Α δε φαλάρω (έκφραση), αν δεν απατώμαι, αν δεν κάνω λάθος.
Αβάκα (η), η σεμπριά, κυρίως στο χαρτοπαίγνιο | αβακαδόροι (οι), οι συνέταιροι, οι σέμπροι που παίζουνε αντάμα.
Αβάσκαμα (το), η βασκανία, το μάτιασμα, “...αβασκάθηκε η κοπέλα, δε γλέπετε τα μάτια της;” | αβασκαμένος (ο), ο ματιασμένος
Αβατσέρνω (ρήμα), έχω πιστώσει κάποιονε και κάνει να λαβαίνω.
Αβάφτιγος ή αβάχτιστος (ο), ο αβάπτιστος.
Αβγά τση Λαμπριάς (τα), τα κόκκινα άνθια του περναριού.
Αβγακότες (έκφρ), εφωνάζανε έτσι οι πρεματσούληδες τα παλιά χρόνια, γιατί όταν οι γυναίκες δεν είχανε όβολα, επαίρνανε αβγά και κότες. 
Αβγενής (ο), ο αγενής.
Αβγοφόλι (το), το αβγό τση κλωσσαριάς. Πολλές φορές αντίς για αβγοφόλι, τση βάνανε γουλί από τη θάλασσα.
Αβέρτα πάγκα (έκφραση), συνέχεια.
Άβρακος (ο), αυτός που δεν έχει βρακί, “...άβρακος βρακί δεν είχε, βρακί είδε και χέ.....”.
Άβρεχος (ο), επίθετο για τον ασβέστη που είναι στη μορφή που βγήκε από το καμίνι (χωρίς νερό).
Άβριγιο (επίρ), αύριο.
Αγάλια (επίρ), σιγά.
Αγγελόνια ή κατουρέλια (τα), κάτι λάχανα σαν οβριές.
Αγγέλω (η), η Αγγελική.
Αγγεταρία (η), η οικοσκευή, “… δε μπορούμε να φύγουμε απόδω, γιατί έχουμε όλη την αγγεταρία μας”.
Αγγιό (το), το αγγείο, το δοχείο, εργαλείο τση κουζίνας | μτφ. το κανάτι.
Αγγουρακιές (οι), ένα λάχανο.
Αγγωνιάζω (ρήμα), γωνιάζω.
Άγενο (το), το παιδί που δεν έβγαλε γένια, | το ψωμί στο οποίο δεν εβάλανε ζυμάρι.
Αγερίνα (η), ο ψιλός άμμος τση θάλασσας,
Αγιαβρού (επίρ), όλα μαζί, “... έτο, εσήμερα εκάμαμε μανέστρα αγιαβρού”.
Αγιασμός (ο), ο δυόσμος.
Αγινοκουλούρα (η), είναι μία κουλούρα που εγενόντανε από αλεύρι μπαρμπαρένιο χωρίς ζυμάρι, και την εβάνανε στ’ αθράκια στην ογνίστρα. Ύστερα από ώρα, τηνε κουνούσανε με το κασάρι. Αν εκουνιόντανε αλάκερη, παναπεί ήτανε ψημένη.
Άγιος ξύλινος (έκφρ), το παιδί που κάθεται ήσυχο.
Αγιούτο (το), η βοήθεια.
Αγκαθάω (ρήμα), τσιτάω.
Αγκίδα (η), η ακίδα, η σκλίθρα από ξύλο.
Αγκίλας (ο), ο Αχιλλέας.
Αγκιναροκούκια (τα), αγκινάρες με κουκιά ανακατωμένα.
Αγκινιάζω (ρήμα), εγκαινιάζω, κάνω χερικό| αγκινιασμένο (το), αυτό που
τ’ αρχινήσαμε, αυτό που εκάμαμε χερικό, το εγκαινιασμένο.
Αγκίσερας (o), ο κισσός.
Αγκίστρια (τα), τα αγκίστρια τση θάλασσας, οι γλοφοί | οι παΐδες για τα πουλιά. Τσιτάνε ένα ξύλο στη γης στο οποίο είναι δεμένο ένα νάϊλο ή ράμα που στην άκρη του έχει ένα αγκίστρι με το σκούληκα | αγκιστρολόοι (οι), αυτοί που πάνε στ’ αγγίστρια | αγκιστριά (η), η διαμόρφωση του χώρου με το παπούτσι, εκεί που στένουνε τα αγκίστρια, για να φαίνεται ο σκούληκας.
Αγκουφαλιά (η), η κουφάλα του δέντρου.
Αγκρέμιθας (ο), ένα δέντρο που κάνει καρπούς κάτι κόκκινους σπόρους, που πάνε και τσου τρώνε οι σιταρίδες.
Αγκωνάρι (το), η μεγάλη πέτρα | η γωνία του πύργου | το ακρινό κομμάτι.
Αγλύκαντος (ο), αυτός που δεν εγλυκάθηκε | μτφ. αυτός που υπόφερε πολλά.
Αγνότη (η), η αγνότητα.
Άγουνας (ο), ένας θάμνος με γαλάζια άνθια, που βγαίνει τσου όχτους και στ’ αγριώματα.
Αγουρέλα (η), η άγουρη | αγουρέλικια (η), “…επήγα να κόψω τότση ντομάτα μα ήτανε αγουρέλα”.
Αγουρίτας (ο), ο άγουρος καρπός.
Αγουστέλα (η), η σουκιά που ρουμαίνει τα σύκα της τον Άγουστο.
Άγουστος (ο), ο Αύγουστος.
Αγραμματωσύνη (η), ο αναλφαβητισμός.
Αγραπιδιά (η), η άγρια απιδιά | αγράπιδα (τα), τα άγρια απίδια.
Αγριάγκαθο (το), ένα αγκάθι που το τρώνε οι γαϊδάροι. Στα χρόνια τση πείνας, εκαθαρίζανε το κουζάνι και το τρώγανε και οι άνθρωποι.
Αγρίλι (το), η αγριλιά, η ασερνική ελιά, που λέγεται και λιάστρος. Ελέγανε παλαιότερα, ότι σε κάθε 20 ελιές, πρέπει νάναι φυτεμένο και ένα αγρίλι.
Αγριοκομιντοριά (η), το φυτό στύχνος. 
Αγριοφρόκαλο (το), μία σκούπα από ξερά κλαριά.
Αγρίωμα  (το), το χωράφι που έμεινε χέρισο, για πολλά χρόνια.
Αγύριγο (το), το αγύριστο,  “...αυτός είναι κεφάλι αγύριγο”.
Αδειά (η), ο ελεύθερος χρόνος.
Αδεκαιμή (έκφρ), (αν+δε+και+μη), ειδάλλως.
Αδεκελιώς (επίρ), διαφορετικά
Αδερφάδες ή αδρεφάδες (οι), οι αδελφές.
Αδερφομοιράδι (το), το χτήμα που προέρχεται από μοιρασιά αδερφιών.
Αδικάω (ρήμα), αδικώ.
Αδικογέννι (το), το αρνί που επήγε στο κοπάδι και εγέννησε την ίδια χρονιά. Αν γεννήσει την άλλη χρονιά, λέγεται πρωτόγενο.
Άδολο (το), το γνήσιο, το ανέρωτο | το άκακο, το χωρίς δόλο.
Αδρέφια ή αδέρφια (τα), τα αδέλφια.
Άε (επιφ), επιφώνημα προτροπής σε άλογο για να προβατήσει.
Άει (ρήμα), πήγαινε, “… άει στον κείνο το δέαλο”.
Άησέ το ή άηστο (έκφρ), άφηκέ το.
Αητονύχι (το), ποικιλία σταφυλιού.
Αθανάσης (ο), ο Θανάσης.
Αθανασιές (οι), κάτι κάκτοι ψηλοί ίσιαμε είκοσι μέτρα, με μεγάλα άνθια | Γαρδαλιώτικη τοποθεσία.
Αθηνιά (η), η Αθηνά.
Αθηνιώτσα (η), η καταγόμενη από την Αθήνα
Αθράκια (τα), τα αναμμένα κάρβουνα.
Αθρακίτης (o), τα ξυλοκάρβουνα | μτφ. βρισιά ή κατάρα, “… να σε κάψει αθρακίτης από τον κακόνε”.
Αθρακωνιά (η), τα αναμμένα κάρβουνα στη στια, από τα ξύλα που εκαήκανε, “… φέρτε να ψήσουμε το κριάς, τώρα που έχει αθρακωνιά”.
Αιρετικός (ο), ο ιδιότροπος.
Ακαθάριγος (ο), ο απάστρευτος, “… έτο, μου μείνανε ακόμα δύο σκάλες ελιές ακαθάριγες”.
Ακαλιγκούτσια (επίρ), η θέση που κουβαλούνε ένα μιτσό στη πλάτη.
Ακατόπι (επίρ), κατόπι, μετά.
Ακιστάρω (ρήμα), αποκτώ, αγοράζω |ακίστα (τα), οι επενδύσεις.
Ακλεριά (η), η στέρηση απογόνων, | μτφ, βρισιά, “… ερημιά και ακλεριά να σε φάει”.
Ακλούθου (επίρ), με ακολουθεί, “… με πήρε τ’ ακλούθου”.
Ακοπάνιγα (τα), αυτά που δεν εκοπανιστήκανε, “... έχω ακόμη τα φασούλια μου ακοπάνιγα”.
Aκούς τι μιλεί (έκφρ), ακούς τι λέει…
Ακρίβωμα (το), η ακρίβεια, “… με τόσο ακρίβωμα, πώς να τα βγάλουμε πέρα;”.
Αλάκερος (o), ολόκληρος.
Αλαμμένος (ο), αυτός που άλλαξε, που έβαλε τα καλά του.
Αλαμπρατσέτα (επίρ), πιασμένοι από το μπράτσο.
Αλάργα (επίρ), μακριά | αλαργινό (το), το μακρινό.
Αλάρμα (επίρ), το χαρμόσυνο χτύπημα τση  καμπάνας | ο συναγερμός του αυτοκινήτου.
Αλατάω (ρήμα), αλατίζω.
Άλατρο (το), το αλέτρι.
Αλατροπόδι (το), το σταθερό μέρος του άλατρου, που στηρίζεται το υνί, όταν γίνεται όργωμα.
Αλαφιός ή αλαφρός (ο), ο ελαφρύς.
Άλε (μόριο έκληξης), στ’ αλήθεια το λές;
Αλείβγω (ρήμα), αλείφω,| αλειμμένος (ο), αυτός που αλείφθηκε με κάτι, ο πασαλειμένος. 
Αλεσιά (η), μονάδα μέτρησης τση σοδειάς, “... ο αδρεφός μου έκαμε πενήντα αλεσιές ελιές”. 
Αλεστική (η), το λουτρουβιό. 
Αλεύκι (το), η Λευκίμμη | Αλευκιμμιώτσα (η), η προερχόμενη από τη Λευκίμμη  | αλευκιμιώτικο (το), από τη Λευκίμμη, “...καλό κρασί αλευκιμμιώτικο”. 
Αλησμονάω (ρήμα), ξεχνάω | αλησμόνια (η), η λήθη, το ξέχασμα. 
Αλιάδα (η), η σκορδαλιά. 
Αλιμπουρδώνω (ρήμα), πασαλείφω | αλιμπούρδωμα (το) ή αλιμπουρδωσιά (η), το πασάλειμα. 
Αλιπουδιά (η), ποικιλία μύκανα, μανιτάρι. 
Αλισαβέτα (η), η Ελισάβετ. 
Αλντέντε (επίρ), στο δόντι, τα μακαρόνια, να μην είναι πολύ βρασμένα, “να τ’ ακούς στο δόντι.”
Αλογίτσινο (επίθ), από άλογο. 
Αλοΐζα (η), ένα δέντρο με κίτρινα άνθια. 
Αλοιφάδες (οι), οι αλοιφές.
Αλούπι (το), το νυχτόβιο ζώο. 
Αλυμάνκου (επίρ), επιτέλους, τουλάχιστον. 
Αλυπάδες (οι), οι αλεπούδες. 
Αλυποπαΐδες (οι), οι παΐδες για αλυπάδες. Είναι μεγάλες παΐδες, με μεταλικές δαγκάνες, που πιένεται η αλυπού και δε μπορεί να φύγει. 
Αλυποτσάκαλης (ο), διασταύρωση αλυπούς με τσάκαλη | μτφ. ο αιμοβόρος άνθρωπος. 
Αλυπού (η), η αλεπού.
Αλυσίβα (η), οι παλιές Λιαπαδίτσες, εβράζανε νερό με στάχτη στην πινιάτα που εκρεμόντανε από την κρεμαστάλιση, για να πλύνουν τα σκουτιά τση φαμίλιας. Μετά πηγαίνανε στο πλύμα στα ποταμούλια, εβάνανε μπλου και τ’ απλώνανε τσι σελίδες με τα ξύλα. 
Άλυσος (η), η αλυσίδα. 
Αλωνάρης (ο), ο Ιούλιος.
Αλωναριάτσα (η), η απιδιά που ρουμαίνει τα απίδια της τον Αλωνάρη, τον Ιούλιο.
Αλώνι (το), το μέρος που αλωνίζανε παλιά, τα γεννήματα και τα στάρια. Για νάναι λούστρο, το αλείφανε με βουλτιές. Εκεί εβαρούσανε τσου καρπούς με τσου δάρτες και εβγαίνανε οι σπόροι από τη φλέστρη ή το τσόκαλο. 
Αμάλιγια (η), η Αμαλία. 
Αμανθία (η), η Ευανθία. 
Αμαντένω (ρήμα), μαντεύω | αμαντισιά (η), το μάντεμα. 
Άμαξα (η), ένα κάρο με τέσσερις ρόδες, για μεταφορά επιβατών, σαν αυτές που είναι στη χώρα. Υπήρχανε και άμαξες με δύο ρόδες που τσι λέγανε σούστες ή λαντώ. 
Άματις (επίρ), όταν. 
Άμε (ρήμα προστ), πήγαινε | πληθ. αμέτε, σύρτε, βαΐτε. 
Αμέντι (το), η προσοχή, “… έχε τ’ αμέντι σου μην ξεκόψει ο γάϊδαρος”. 
Αμή κάνε (επίρ), ... και βέβαια. 
Αμιαμιδά (επίρ), … δεν πειράζει. 
Αμμούσα (η), το αμμώδες χώμα. 
Αμοίραστος (ο), το ψάρι γλουπιός. Στη Λευκίμμη και στους Παξούς, τόνε λένε κουκάρι. 
Άμονε (έκφρ), … δε σου τόλεγα… 
Αμόντε (έκφρ), χαρτοπαικτικός όρος. Πρόταση για ξαναμοίρασμα τση τράπουλας. 
Αμορόζος ή μορόζος (ο), ο γκόμενος. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ο ένας από τσου δύο συντρόφους να είναι παντρεμένος. 
Αμούρες (οι), τα μούρα που βγάνουνε οι βάτοι. Στα χρόνια τση πείνας, τσι κάνανε σβουρλιά με ράμα και μετά τσι τρώγανε. 
Αμπάσος (ο), ο κατώτερος. 
Αμπαχαλιά ή μπαχαλιά (η), η ποσότητα που χωράει στην αγκαλιά, “… έτο, πάω να ρίξω στα αρνόπουλά μου μία αμπαχαλιά περιπλοκάδι”. 
Αμπελίνη (η), ειδικό λίπασμα για τ’ αμπέλια. 
Αμπονόρα (επίρ), νωρίς | αμπονορέλικα (επίρ), πρωί πρωί. 
Αμπυτίχει (επίρ), ίσως. 
Αμπώνω (ρήμα), σπρώχνω | άμπωμα (το), το σπρώξιμο. 
Αναγαλάτος (o), ο χώρις γιακέτα, “… αυτό το παιδί, έφυγε αναγαλάτο”. 
Αναγκάζω (ρήμα), εξαναγκάζω | μτφ. τρέχω να προλάβω, “… αναγκάζετε ορές, γιατί δε θ’ αρεβάρουμε ούτε άβριγιο”. 
Ανάγλυκο (το), το φυτεμένο αραιά | αντθ. μπιτάδο. 
Αναγλύφομαι (ρήμα), μου τρέχουνε τα σάλια. 
Αναγούλια (η), η αποστροφή για κάτι, “… έχω αναγούλια που σε γλέπω”. 
Αναδεξιμιός (ο), ο αναδεχτός. 
Αναδεχτός (ο) ή αναδεχτούδι (το), ο βαφτισιμιός, το βαφτιστήρι. 
Αναθροφή (η), η ανατροφή. 
Ανάκαρο (το), η ψυχική δύναμη, το σθένος. 
Ανακάτερο ψωμί (το), ψωμί από αλεύρι, μπαρμπαρένιο και σταρένιο.
Ανάλαιμα (επίρ), η επιστροφή της τροφής στον οισοφάγο, “...του βγήκε το φαΐ ανάλαιμα”. 
Ανάλαος (ο), αυτός που δεν άλλαξε. 
Ανακατώνω (ρήμα), ανακατεύω.
Αναλύσες (οι), οι αναλύσεις. 
Ανανογιέμαι (ρήμα), συλλοΐζομαι.
Ανάνταφλα (επίρ), αντίθετα, απρόσμενα. 
Ανάνταφλος (ο), ο ανοικοκύρευτος.
Αναπαμένη (η), η αναπαυμένη, “… εγώ έχω την ψυχή μου αναπαμένηνε”. 
Αναπαυσόλια (τα), σκεύη για την ανάπαυση τση γυναίκας, κατά τη διάρκεια τση ερωτικής πράξης. 
Αναπιένω το ζυμάρι (έκφρ), κάνω προζύμι. 
Αναποδογέρνω (ρήμα), αναποδογυρίζω. 
Ανάποδος (ο), ένα πουλί του βουνού. 
Αναράϊδα (η), η νεράϊδα. 
Αναριτσιένω (ρήμα), ανατριχιάζω | αναρίτσια (η), η ανατριχίλα.
Ανάρτητο (επίθ), χωρίς λάδι, “έφαε κραμποτσίμουλες ανάρτητες και τηνε θέρισε το κόψιμο”. 
Αναχάραμα (το), λίγο πριν το χάραμα.
Ανέβρετο (επίθ), αυτό που δεν εβρέθηκε.
Ανέβροχα (επίρ), απανωτά. 
Ανεγκίνιαο (το), αυτό που δεν αγγινιάστηκε, που δεν εγκαινιάστηκε. 
Ανέμισμα (το), γεωργική εργασία. Μετά το αλώνι, τα όσπρια έπρεπε να τα ανεμίσουνε. Όταν εφύσουνε αέρας, τα ρίχνανε από ψιλά και ο αέρας έπαιρνε τα μπάμπαλα και τα φλούδια. 
Ανεμοίραο ή ανεμοίραγο (το), το αμοίραστο. 
Ανέμυαλος (ο), ο άμυαλος.
Ανεσύσταος (ο), ο ζωηρός. 
Ανεφρόκαος (ο), ο ανυπάκουος.
Ανημπόρια (η), η κακή υγεία, η ασθένεια | αντιθ. γερωσύνη.
Ανθήνα (η), η Αθήνα. 
Άνθια (τα), τα λουλούδια | μτφ. τα καθαρά ρούχα. 
Ανιαΐ και κοτσιλί (έκφρ), σε κάνω να ζηλεύεις, “… ανιαΐ και κοτσιλί, κοίτα εγώ κάτι έχω”. 
Ανιβαίνω (ρήμα), ανεβαίνω | ανίβασμα (το), το ανέβασμα | ανίβα (ρήμα προστ), ανέβα. 
Ανιφορά (η), το Αντίδωρο που δίνει ο παπάς στην εκκλησιά. 
Ανιψίδι (το), ο ανιψιός. 
Ανοιχτοπόδι (επίρ), το κάθισμα στη σαμάρα του γαϊδάρου, με τα δύο ποδάρια, ένα σε κάθε μπάντα. 
Αντάμα (επίρ), μαζί. 
Αντετσιπάδα (η), η προπληρωμή.
Αντζελίχω (η), η γυναίκα από το σόι του Αντζελή.
Αντζουλής (ο), ο Άγγελος (όνομα). 
Αντίκομα (το), το υπόλοιπο του κλώνου που μένει στο δέντρο, μετά το κόψιμο. 
Αντίκος (ο), ο παλαιομοδίτης.
Αντιμάμαλο (το), η ορμή των νερών και των κυμάτων προς τα βράχια. 
Αντίπροψες (επίρ), αντίπροχθες το βράδυ.
Αντίς (μόριο αντιθ), αντί.
Αντισκώνω (ρήμα), αντιγράφω.
Αντισφάκια (τα), οι τσίμουλες, ο νέος ροδαμός, τα κουλουκάδια, τα κολόριζα. 
Αντιχάλα (η), η γωνία που κάνουν δύο κλαριά σε ένα ξύλο. Μέ τέτοια κλαριά εκάνανε σφεντόνες. 
Αντράκλα (η), η γλιστρίδα, ένα χόρτο που το κάνουνε σαλάτα και που το τρώνε τα πουλιά. 
Αντρίας (ο), ο Ανδρέας. 
Αντριόλενα (η), η γυναίκα από το σόι του Αντριόλου.
Αξαρμύριγος (ο), ο μπακαλάρος, που δεν εμπήκε στο νερό να ξαρμυριστεί. 
Αξέπλυγες (επίθ), αξέπλυτες. 
Αξεσκόλιστος (ο), αυτός που δεν έβγαλε το σκολειό (το δημοτικό) | αντθ. ξεσκολισμένος. 
Αξετίμωτη (η), η ανεκτίμητη. Απαλάμη (η), η παλάμη του χεριού. 
Απαλάτι (το), ο απάνω όροφος. 
Απαλουδιά (επίρ), η αίσθηση της απαλότητας.
Απανταίνω (ρήμα), συναντάω.
Απάνω (επίρ), επάνω.
Απανωκούκουλο (επίρ), υπέρ το δέον, πιλιότερο απ’ ότι πρέπει. 
Απανωγόμι (το), το παραπανίσιο φορτίο του γαϊδάρου | η αμέσως μεγαλύτερη προσφορά σε δημοπρασία.
Απανωπροίκι (το), το συμπλήρωμα προίκας που δίνεται εκ των υστέρων. 
Απαρτιμέντο (το), ο όροφος. 
Απάσβεστα (τα), οι παλιοί σοφάδες, τα μπάζα. 
Απαφημένη (η), η χωρισμένη. 
Απέκεια (επίρ), από κει. 
Απελητοξυλιά (η), το απέλημα του ξύλου, όταν οι μούτσοι επαίζανε σκλίτζες. 
Απελώ (ρήμα), πετάω κάτι στο δρόμο ή στα σκουπί
Αξιζούμενος (ο), αυτός που έχει αξία. 
Αξούριγος (ο), ο αξύριστος. 
Απ’ όνα τότσο (έκφρ), παρά λίγο. 
Απαγγελία (η), η επαγγελία, “... εκεί που πήγαμε, ήτανε η απαγγελία του Θεού”. 
Απάλα (η), η πάλη, το πάλεμα. 
δια, “... απέλησε τα ορέ, δε φελάνε”. 
Απέλημα (το), η πεταξιά, το απέλημα | μτφ. η δραστηριότητα, “ ... αυτός δεν έχει απέλημα”.
Απελητήρας (ο), το στήριγμα της πλάκας, σε παΐδες για καρακάλους.
Απέντα (η), η πεσιά, η σκονταψιά. 
Απερασμένο (το), το περασμένο. 
Απεραστικά (έκφρ), περαστικά.
Απεταξιόνι (το), το πουλί, που για πρώτη φορά βγαίνει από τη φωλιά και πετάει. 
Απεταφτάρικα (επίρ), επιτούτου.
Απιαπιδιά (η), ποικιλία αχλαδιάς | απιάπιδα (τα) ποικιλία αχλαδιών. 
Απίδια (τα), τα αχλάδια. 
Απίκουπα (επίρ), ανάποδα, μπρούμυτα.
Απικουτάω (ρήμα), τολμώ, μπαίνω μπροστά. 
Απιστιά (η), μία ζώνη σα φασκιά, που την εδένανε πίσω από την ορά του γαϊδάρου, για να στερεώνεται η σαμάρα. 
Απίσω (επίρ), πίσω, “… απίσω πάλε μούκοψε ο γάϊδαρος”. 
Απισωκάπουλα (έκφρ) το κάθισμα στα καπούλια του γαϊδάρου, πίσω από τη σαμάρα, “… και να βαστιέσαι μιτσό μου από τα σκαρβέλια μην πέσεις”.
Απλάδα (η), η απλιχώρια, η άνεση χώρου. 
Απλάδι (το), μικρό αμάνωτο δίχτυ ψαρικής.
Απλιχώρια (επίρ), (η), η άνεση χώρου | αντιθ. στενοχώρια, στενότητα χώρου. 
Απλοχερίζω (ρήμα), χειροδικώ. 
Από τα πέρισυ / πρόπερσυ (έκφρ), εδώ και ένα χρόνο / εδώ κι δύο χρόνια.
Από τα χτες (έκφρ), από χτες.
Αποβδόμαδα (επίρ), μετά από μία βδομάδα. 
Αποβροχάρικα (επίρ), μετά τη βροχή.
Από γεννησιμιού (επίρ),  εκ γενετής.
Απόγιομα (το), το απόγευμα. 
Απογιόμισμα (το), το απογιόμισμα με νερό στα κρασοβάρελα. 
Απόγιορτα (επίρ), μετά τσι γιορτάδες. 
Αποδείπνι (το), ο εσπερινός. 
Αποδέλοιπα (τα), τα υπόλοιπα, τα ρέστα. 
Απόδιαβα (επίρ), μετά τσι γιορτάδες. 
Αποδιαλέουρα (τα),  αυτά που τα διαλέξανε οι άλλοι μπριχού. 
Απόδω (επίρ), από εδώ. 
Αποθηκούλι (το), η μικρή αποθήκη.
Αποθώνω (ρήμα), αφήνω κάτι κάπου | αποθώνομαι (ρήμα), ακουμπάω κάπου προσώρας, “… επήγα στην Αθήνα μια βδομάδα και αποθώθηκα στου κουνιάδου μου”. 
Αποκαμωμένος (ο), ο κουρασμένος.
Αποκάουδα η αποκαούδια (τα), τα ξύλα τση στιας  που δεν εκαήκανε τελείως. 
Αποκαταριά (η), ένα μέρος στο χτήμα μας, που πέφτει ο καρπός από μία ελιά του γειτόνου. Στα Γύρου τη λένε αποτιλιά | λένε και την από κάτω μεριά του ψωμιού, την αντίθετη πλευρά του καρκανιού. 
Απόκει (επίρ), από κει. 
Απόκια (επίρ), από κει. 
Αποκόβω (ρήμα), απογαλακτίζω | αποκοψιόνι (το), αυτό που απογαλακτίσθηκε. 
Αποκούμπι (το), κάτι που ακουμπάμε προσωρινά.
Αποκουτιένομαι (ρήμα παθ.), χάνω τα λογικά μου, “...αποκουτιάθηκε ο Πίπης, δεν ξέρει τι κάνει” | απόκουτος (ο), αυτός που αποκουτιάθηκε,
Αποκοψίδι (το), το σημείο τση σουκιάς, που εκόπηκε το σύκο. 
Απόλαμπρα (επίρ), μετά τη Λαμπριά. 
Απολείτουργα (επίρ), μετά τη θεία λειτουργία. 
Απόλιγο (επίρ), παραλίγο. 
Απολογιέμαι (ρήμα), απαντάω γιατί με κράζουνε, ανταποκρίνομαι, απολογούμαι. 
Απολύπηση (η), η απελπισία.
Απολύσιβο (το), το νερό τση αλυσίβας. Όταν εσούρωνε από τη στάχτη, το πιένανε σε ένα αγγιό και το χρησιμοποιούσανε σαν κρέμα μαλλιών. Ήτανε γλιτσερό και έδινε στα μαλλιά χρώμα κοκκινωπό. 
Απόνερα ή απονέρια (τα), τα νερά τση μπουγάδας. 
Απόξω (επίρ), απ’ έξω. 
Αποπιοτούδια (τα), τα υπολείμματα του πιοτού. 
Απόπλυμα (το), το νερό που επλύναμε τα πιάτα ή τα ποτήρια. 
Απόριξε (ρήμα), επί εγκύου, απόβαλλε. Έγινε διακοπή τση εγκυμοσύνης. 
Αποσβωλομένος (ο), αυτός που εξελώλωσε, αυτός που έμεινε σαν άσβολας. 
Αποσκαψιά (η), η διαχωριστική γραμμή στο χωράφι, ανάμεσα στο δουλεμένο και στο χέρισο.
Αποσκοπού (επίρ), στα τυφλά.
Αποσοστά (τα), τα ποσοστά.
Αποσώνω (ρήμα), τελειώνω. 
Απότιγος (ο), ο απότιστος, | απότιγια (η), η απότιστη, “… γαρουφαλιά  μου απότιγια και ποιός θα σε ποτίσει”. 
Αποτσίγαλο (το), η γόπα του τσιγάρου. 
Απούθε (επίρ), από που.
Αποφάουδα (τα), αυτά που εμείνανε από το φαί και τα δίνουνε τσου κοτώνες. 
Αποφορά (η), η βρώμα.
Απόφτου (επίρ), απ’ αυτού. 
Απόχηρος (ο), ο χήρος. 
Άπραγος (ο), αυτός που που δεν έχει πείρα τση ζωής.
Απώδε (επίρ), από εδώ.
Αραδαριά (επίρ), στη σειρά.
Αράντιγα (τα), τα δέντρα ή τα φρούτα που δεν εραντιστήκανε.
Αράτα (η), η ρόγα του σταφυλιού, αλλά και του στήθους. 
Άραχνος (ο), ο κακόμοιρος.
Αρβανιτσέλια (τα), αρνιά κοντού αναστήματος, με γόνο από την Αλβανία.
Αργάλειο (το), το εργαλείο. 
Αργαστήρι (το), το μαγαζί. 
Αργάτης ή εργάτης (ο), αυτός που δουλεύει ζουρνάδα στα χτήματα | μία μεγάλη τάβλα/εργαλείο, στα λουτρουβιά, που την αμπώνανε και εσφίγγανε τη βίδα, για να ζίφονται οι σφυρίδες και να βγαίνει το λάδι. 
Αργατικοί (οι), οι εργάτες | αργατίκισες (οι), οι γυναίκες που πηγαίνουνε ζουρνάδα για λιές. 
Αργολάβος (ο), ο εργολάβος. 
Αρεβάρω (ρήμα), φθάνω, “… έχει αρεβάρει εδώ και δύο ώρες” | αρεβάδος (ο), αυτός που αρέβαρε, που έφτακε | κονταρεβάδος (ο), αυτός που κοντεύει να φτάκει”.
Αρεόπλανο ή αρόπλανο (το), το αεροπλάνο | αρεοπόρος (ο), ο αεροπόρος | αρεοδρόμιο (το), το αεροδρόμιο. 
Αρεστίδης (ο), ο Αριστείδης. 
Αρίδα (η), το τρυπάνι του μαραγκού. 
Αρμακαδίνα (η), το ξύλινο τρίγωνο τση σκέπης, που βαστάει όλο το βάρος. 
Αρμάρι (το), το ερμάρι, το ντουλάπι. 
Αρμαρόνι (το), το μεγάλο ντουλάπι που είναι και βιτρίνα. 
Αρματωσιά (η), η προετοιμασία του παραγαδιού, αλλά και το δόλωμα των αγγιστριών. 
Άρμη (η), το νερό τση θάλασσας. 
Αρμίδι (το), το αγκίστρι, ο γλοφός. 
Αρμούρα (η), η αλμύρα. 
Αρμπαρόριζα ή αρμπαρόζα (η), ένα φυτό που τα φύλλα του μυρίζουνε ωραία, και που τα βάνουνε στο γλυκό κυδώνι και στο γλυκό σταφύλι. 
Άρμπουρο (το), το κατάρτι του καραβιού. 
Αρμυρό (το), το αλμυρό | αρμύρα (η), η αλμύρα. 
Αρμυροσαρδέλες (οι), οι παστές σαρδέλες.
Αρνόπουλα (τα), τα μιτσά αρνιά, “...έτο, έμασα τότσο περιπλοκάδι για τ' αρνόπουλα”.
Αρπακάς (ο), το καλό ροκέτο που το εβάνανε οι γυναίκες τσι γιορτάδες και βγαίνανε στην πλατεία του χωριού όταν ήτανε χορόμερα. 
Άρπαμα (το), η αρπαγή | μτφ. “… έκατσε η θυγατέρα μου όλο το μεσημέρι στη θάλασσα και την άρπαξε ο ήλιος” 
Αρπάχτρα (η), όταν ο γάϊδαρος βγάνει δόντια, βγαίνει  η αρπάχτρα με την οποία μασάει τα χόρτα.
Αρχινάω (ρήμα), αρχίζω, ξεκινάω, “… έτο, αρχινήσαμέτε από τα χτες να κάμουμε και καένα μαΐτζο στο σπίτι ”, | αρχινημένος (ο), αυτός που αρχίνησε.
Αρχόντσα (η), η γυναίκα του άρχοντα | η γυναίκα που έχει τρόπους | η γυναίκα που μένει στη χώρα | εκείνη που δεν πάει να μάσει ελιές. 
Ασαράντιγια (η), η λεχώνα που δεν έκλεισε τσι σαράντα μέρες.
Ασβεσταριά (η) ο λάκκος που βάνουνε τον ασβέστη τσι οικοδομές. 
Άσβολας (ο), μεγάλο κομμάτι χώμα. Το καλοκαίρι, τα χωράφια τα κάνανε ασβόλους, για να ξερένονται οι ρίζες από τσι αγριάδες. Την άνοιξη τα κάνανε νιατό. 
Ασκάρδα (η), η φέτα του πορτοκαλιού, η σκελίδα του σκόρδου. 
Ασκέλα (η), ένας βολβός, σα μεγάλο κρεμμύδι που τσούζει και που το βάνουνε τσι πόρτες την πρωτοχρονιά για γούρι. 
Ασκοφαντώ (ρήμα), συκοφαντώ. 
Ασκώνω (ρήμα), σηκώνω | άστα ( ρήμα προστ), σήκω, “… άστα πάνω ορέ, είναι τάρδι”  |άσκωστο (προστ), σήκωσέ το |ασκωμός (ο), το ξύπνημα, “… σύρτε ορές να κοιμηθείτε, τι το πρωί δεν έχετε ασκωμό”. 
Ασμέρνα (η), η σμέρνα.
Ασμίλαγκας (ο), είδος κισσού. Ένα αναρριχώμενο άγριο αγκαθωτό περιπλοκάδι, με κόκκινα έντονα μπαλάκια.
Άσοδη (η), η χρονιά που δεν έχει σοδειά. 
Ασπάλαγκας (ο), η αράχνη. 
Ασπάλαθρας (ο), ένας αγκαθωτός θάμνος με κίτρινα άνθια. 
Ασπέρδουκλας (ο), ο ασφόδελος, ένας θάμνος τσι ελιές. 
Άσπρο χαρτί (έκφρ), ντοκουμέντο χωρίς ισχύ.
Ασπροκολίδα (η), πουλί του βουνού. 
Αστάκι (το), το καλαμπόκι, το γέννημα | μτφ. το λένε και για τη ρίγανη, “… φέρε μου ορή ένα αστάκι ρίγανη”. 
Αστάτε (ρήμα προστ), σηκωθείτε, “...αστάτε ορές, είναι τάρδι”.
Άστε ντούε (έκφρ), με το στανιό.
Αστενομία (η), η Αστυνομία. 
Αστράχα (η), η καντούνα, το αποχωρητήριο. 
Ασυλόϊστος (ο), ο ασυλόγιστος. 
Ασφάκα (η), ένα φυτό σα μηλοβαγιά, με κίτρινα άνθια | τοποθεσία του χωριού | ασφακερό (το), ένα μέρος με πολλές ασφάκες. 
Άτζα (η), το σημείο του ποδαριού από τον αστράγαλο και τη φτέρνα, μέχρι το γόνατο. 
Ατρέχω (ρήμα), τρέχω | ατρεχατά  (επίρ), τρέχοντας | ατρεχατά (τα), παλιό παιδικό παιχνίδι. 
Ατσάκιγος (ο), ο άσπαστος | μτφ. αυτός που είναι σιδερωμένος τση ώρας, που δε του χάλασε η τσάκιση. 
Ατσαλωσιά (η), η επιδιόρθωση τση δίκοπης στο χαβρικό με επένδυση ατσαλιού. Η κόψη και ο πέτεινας τση δίκοπης, εχαλούσανε από τσι πέτρες και τσι πηγαίνανε στο χαβρικό να τσου βάλει καινούρια ατσαλωσιά. 
Άτσιτο (το), το ξύδι. 
Αυγατάει (ρήμα), γένεται πιο πολύ. 
Αύριο οχτώ (έκφρ), σε μία βδομάδα.

Αύριο δεκαπέντε (έκφρ), σε δύο βδομάδες.
Αυτού και ντέι (έκφρ), σύρε κι’ έλα. 
Αυτουκατωθιό (επίρ), αυτού κάτω. 
Αυτουνώνες (κτητ. αντων), ανήκει σε αυτούς. 
Αυτουπανωθιό (επίρ), αυτού πάνω. 
Αυτουπεραθιό (επίρ), αυτού πέρα. 
Αυχαριστία (η), η αχαριστία. 
Αφάλι (το), ο αφαλός. 
Αφαντασιά (η), η έμμονη ιδέα,“… έχω αφαντασιά για το παιδί”. 
Αφέντης (ο), ο κουμανταδόρος | ο πατέρας, “… έλα ορέ, σε κράζει ο αφέντης σου”. 
Αφηκέτηνε (ρήμα), άστηνε
Αφιδεύομαι (ρήμα), εμπιστεύομαι. 
Αφουμάριγος (ο), αυτός που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει, “...είμαι νηστικός και αφουμάριγος”.
Άφρα (η), η στοματίτιδα.
Αφρανκία (η), η έλλειψη χρημάτων. 
Αφριά (η), ο αφρός. 
Αχινιός (ο), ο αχινός, ο χινιός. 
Άχνισμα (το), η εισπνοή φαρμακευτικού εναιωρήματος, (βλέπε λέξη φουμέντο). 
Αχνοθωρώ (ρήμα), βλέπω θαμπά.
Αχουφτιά (η), η χούφτα. 
Αχρείαγος (ο), ο αχρείαστος.
Αχτένιγος (ο),  ο αχτένιστος, “… απέρασε η ώρα κι’ ακόμα είμαι αχτένιγια”.  
Αχρόνιγος (ο), αυτός που δεν χρόνισε.
Αχτίδα (η), η αχτίνα του ήλιου. 
Αψάδα (η), η αψύτητα, η ιδιότητα του αψιού. 
Αψιό (το), το αψύ, το δυνατό. 
Αψώμοτα (τα), τα άγουρα, αυτά που δεν εψωμόσανε, που δεν ερουμάσανε | αντθ. ψωμομένα.


ΒΗΤΑ
Βαβύλα (η), η χρυσόμυγα.
Βάβω (η), η γριά.
Βαγιάνα (η), η μικρή βαγιάνα, είναι το ψάρι σκαθάρι.
Βάζος (ο), το βάζο.
Βαϊλεύω (ρήμα), φυλάω, κανακεύω, προστατεύω κάποιονε | βάϊλας (o), ο φύλακας | βαϊλίκι (το), η δουλειά του βάϊλα.
Βαΐτε (ρήμα), προστακτική του ρήματος προβατώ, σύρτε, αμέτε.
Βακέτα (η), είδος δέρματος για παπούτσια.
Βαρδάτσες (οι), ποικιλία από μπουρνέλες.
Βάρδια (η), το παρατηρητήριο. Έχουμε τοποθεσία με το όνομα “βάρδια”,  που μαρτυρεί του λόγου το αληθές.
Βαρδιόλα (η), μικρό παρατηρητήριο, από την ιταλική λέξη vardia| μία κατασκευή στο χτήμα, που γένεται από δύο μεγάλες λάτες (λαμαρίνες), της οποίας οι δύο τρίγωνες πλευρές είναι ανοιχτές. Σε φυλάει  από τη βροχή, όχι όμως και από το κρύο.
Βαρηγκόμια (η), το παράπονο.
Βαριός (ο), ο βαρύς.
Βαριώμαι (ρήμα), βαριέμαι | εβαριόμουνα (αόριστος)
Βαρκαρόλα (η), εκδήλωση φολκλορικού περιεχομένου, με θέμα τη θάλασσα.
Βαρούνε τσι λάτες (έκφρ), λένε λόγια, κουτσομπολεύουνε | μτφ. το γιουχάϊσμα.
Βαρυκαιρία (η), η κακοκαιρία.
Βαρώ (ρήμα), χτυπάω, δέρνω | βαρησιά (η), το τραύμα | βαρημένος (ο), αυτός που τσίφαε.
Βασιλιάς (ο), παιχνίδι που επαίζανε οι μούτσοι στο χωριό τα παλιά χρόνια. Ήτανε το κότσι του αρνιού, που τα παιδιά το κάμανε παιχνίδι. Είχε τέσσερις θέσεις: βασιλιάς, ζώνος, σγούμπος και τρύπος.
Βάσκα (η), το φυτώριο, εκεί που σπέρνουνε τσου σπόρους για να βγούνε καινούργια φυτά.
Βαστιώμαι (ρήμα), κρατιέμαι, “… την επαντρέψανε ενωρίς την κοπέλα, γιατί δεν εβαστιούντανε”.
Βάτει (ρήμα), προβάτιε, περπάτα. 
Βατερό (το), τόπος γιομάτος βάτους.
Βατσίνα ή φατσίνα (η), το εμβόλιο.
Βατσουνιά (η), συστάδα από βάτους.
Βαχτίσι (το), τα βαφτίσια.
Βγάζω χώρια (έκφρ), μοιράζω τα παιδιά μου εν ζωή.
Βγαλημένος (ο), αυτός που εβγήκε | φόρα στην τράπουλα.
Βεγκέρα (η), η επίσκεψη, το γλέντι.
Βέκιος (o), ο παλαιός.
Βελονίδια (τα), πουλιά του βουνού, αλλά και ψάρια.
Βελουδίνια (τα), τα λουλούδια που τα λένε τζιτζέκια, οι κατηφέδες.
Βεντουζόκουπες (οι), ειδικές κούπες όπου ρίχνανε βεντούζες.
Βέντουλο (το), η βεντάλια, το φυσερό.
Βεντριά (η), το πλαϊνό μέρος τση μέσης.
Βεραμέντε (επίρ), επιτέλους.
Βερβελίδια (τα), κάτι λιανά λάχανα σαν τα σπαράγγια, που τα κάνουνε και τσιγαριστά.
Βερβερίτσα (η), η μυρμηγκιά, η κρεατοελιά.
Βεργέτες (οι), οι μποκολέτες, τα σκουλαρίκια.
Βερίνες (οι), οι διπλωσιές του γνέματος.
Βέστα (η), το φουστάνι.
Βηχιό (το), ο βήχας.
Βιάτζο (το), το ταξίδι.
Βιγλα (η), ή βιγλούρι (το) το παρατηρητήριο.
Βίδα (η), εκτός από το ομώνυμο εργαλείο, η πρέσα στα παλιά λουτρουβιά.
Βίζιτα (η), η επίσκεψη.
Βιλάρια (τα), μονάδα μέτρησης του πανιού, “… έφερε ο Σπύρος, δύο βιλάρια πανί και δύο λιάρδες λάστρικο για σκαλτσουδέτες”
Βίντσι (το), ναυτ. ο γερανός, το παλάγκο.
Βίρα (η), η βέρα, ο αρραβώνας, | ναυτ. σήκωσε.
Βίτσα (η), ένα ξύλο που εβαρούσανε το γάϊδαρο, … αλλά και τα μιτσά παιδιά.
Βιτσότρατα (η), είδος τράτας που ψαρεύει σταματημένη, κοντά στην ακτή.
Βλήτρα (τα), τα βλήτα.
Βλιβλίο (το), το βιβλίο.
Βλογάω (ρήμα), ευλογάω| βλοητός (επίρ), χερικό, “… ελάτε, κάμετε βλοητός να φάμετε”.
Βόγγος (ο), το βογγητό, “… ακουόντανε οι βόγγοι στην άλλη άκρη”.
Βόηθειο (το), η βοήθεια, “… έλα να μου δώκεις ένα βόηθειο να φορτώσω”.
Βόϊδι (το), το βόδι | βοϊδάμαξα (η), άμαξα που τηνε σέρνει βόϊδι.
Βολά (η), η φορά “… επήγαμε δύο βολές και δεν τηνε βρήκαμε”.
Βολτάρω (ρήμα), κάνω βόλτες | βόλτα (η), ο περίπατος | βόλτα (τα) οι καμάρες | βόλτα (η), το σπείρωμα.
Βολύμι (το), το μέταλλο μολύβι.
Βόπα (η), η γόπα | βοπίδια (τα), οι μιτσές βόπες. Προέρχεται από την αρχαία λέξη βόωψ.
Βόρδονας (ο), ο κνησμός στο δέρμα.
Βοστίτσα ή βουστίτσα (η), ποικιλία μαύρου σταφυλιού.
Βουδέλες (οι), οι βδέλες.
Βουδέλια (τα), οι μεντεσέδες. Τα βουδέλια ήτανε σιδερένια και τα στερεώνανε στα μάρμαρα των παραθύρων με λιωμένο βολύμι. 
Βούκια (επίρ), τίποτα.
Βούκινο (το), ένα όστρακο τση θάλασσας, χωρίς την ψύχα του, που εσουρίζανε.
Βουλίστρα (η), η δίνη, ο ανεμοστρόβιλος.
Βουλτιές (οι), οι ακαθαρσίες από τσι αγελάδες.
Βουλτίτσες (οι), οι γυρίνοι, τα καλοκαιρίδια, πριν γένουνε καρλάκοι.
Βούλωμα (το), το καπάκι | η βούλα, το σημάδι, “… αυτός επήγε χτες και βούλωσε τσ’ ελιές του”.
Βουλωμένο γράμμα (το), το χαρτοσημασμένο έγγραφο. Το χαρτόσημο είναι η “βούλα”, ως έσοδο του κράτους.
Βουνιοχώρι (το), παλιά ονομασία του χωριού Νεοχώρι.
Βουρδούλιο (το), η μεγάλη ντροπή, “… ντροπής και βουρδούλιο ορές παιδιά”.
Βούρκιθας (ο), είδος θάμνου | βουρκιθερό  (το), μέρος με πολλούς βουρκίθους.
Βουρλιασμένο (επίρ), περασμένο σε σβουρλιά.
Βουρλίζω (ρήμα), τρελαίνω,  | βουρλισιά ή βούρλιση (η), η τρέλα, | βουρλισμένος (ο), ο τρελός | βουρλοκομείο (το), το τρελοκομείο | βούρλι βούρλι (έκφρ), είσαι βουρλισμένος μου κάζεται.
Βουρλόμπιζος (ο), ένας μπίζης πρικός.
Βουρλομύκανας (ο), ο δηλητηριώδης μύκανας, που δεν τρώεται.
Βουρλοπαντιέρα (η), ο ασταθής χαρακτήρας.
Βούτι-βούτι (έκφρ), το βούτημα του ψωμιού στη σάλτσα. 
Βουτσί (το), ξύλινο βαρέλι, που συνήθως βάνουνε κρασί.
Βουτύρατα (τα), τα βούτυρα.
Βραγιά (η), η σειρά των λαχανικών στο χωράφι, | βραγιοπούλα (η), η μιτσή βραγιά.
Βρακατσανιά (η), είδος άσπρης σουκιάς | βρακάτσανας (o), τα σύκα τση βρακατσανιάς.
Βρακί (το), η κυλότα, | συνκδχ. το παντελόνι.
Βρακοζώνη (η), ο ζωστήρας.
Βράχλα (τα), οι φτέρες.
Βροχάδες (οι), οι βροχές |βροχάμενη (η), η μέρα που βρέχει.
Βρυσικό (το), το πηγάδι που έχει υδάτινες πηγές και ανανεώνεται | αντθ. ξερικό.
Βρωμαριές (οι), κάτι έντομα σαν μιτσές βαβύλες, που άμα τσι πιάκουμε βρωμάνε τα χέρια μας. Τσου κήπους καταστρέφουνε τα φασούλια και άλλους καρπούς.
Βύζαμα (το), ο θηλασμός.
Βυζικάντι (το), είναι κάτι που το εβάνανε παλιά, σαν το μπλάθρι, το έμπλαστρο. Είχε μικρό σχήμα και έκανε πληγές στο σώμα, αν έμενε πολλή ώρα. Κάθε τόσο εβάνανε ένα σεσκλόφυλλο για να παίρνει τα υγρά.
Βύσαλα (τα), μιτσά κομμάτια από τσακισμένα πιάτα, όπως τα σελίνια.
Βωβοθάλασσα (η), η θάλασσα με κούφιο κύμα.


ΓΑΜΑ
Γαβίνα (η), η μικρή κατσαρόλα | γαβίνι (το), το κατσαρολί, το μπουρίκι.
Γαζέτα (η), μεταλλικό κέρμα στο “Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων”, υποδιαιρέσεις του Οβολούμτφ. τα λιανά, τα κέρματα | Gazzetta (η), η επίσημη εφημερίδα της Ιονίου Πολιτείας.
Γαζόζα με Κίνα (έκφρ), η Κίνα ήτανε ένα καφένιο παχύρευστο υγρό και τη βάνανε πρώτα στο ποτήρι. Από πάνω έπεφτε η γαζόζα και εγενόντανε ένας καφένιος αφρός, με ωραίο άρωμα.
Γαϊδουρίτσινο (επίθ), από γάϊδαρο.
Γαϊτάνι (το), μία παχιά κλωστή, που εδένανε το τζιπούνι, μία πάντα κι’ άλλη.
Γαλαζόπετρα (η), ο θειούχος χαλκός.
Γαλάκτισμα (το), όταν οι γυναίκες εζυμώνανε για να κάνουνε ψωμί στο σπίτι, στο τέλος επλένανε τ’ αγγιά τους. Αυτό το νερό με τ’ αλεύρια, το λέγανε γαλάκτισμα, γιατί ήτανε άσπρο σα γάλα και το εδίνανε να το πιεί ο χοίρος ή ο γάϊδαρος.
Γαλαντόμος (ο), ο μπουντουγάλος, ο κουβαρντάς.
Γαλάρα (η), η ασερνική ρέγγα που δεν έχει αβγά. Τη ρέγγα την εψένανε με λίγο χαρτί, για να είναι πιο αρμυρή και να ασκώνει κούπες | η προβατίνα ή η αγελάδα που αρμέγεται.
Γαλατοπόδι (το), κρέας του γάλακτος  (αρνί ή μοσχάρι).
Γαλατσίτας (ο), ποικιλία μύκανα, μανιτάρι.
Γαλέτες (οι), παξιμάδια που τα μοίραζε στο χωριό η Ούντρα, μετά τον πόλεμο.
Γαλέτο (το), το παξιμάδι που βιδώνουμε τσι βίδες.
Γάλικο (το) ή γάλισσα (η), η γαλοπούλα.
Γαλόκολοι (οι), παλιά στα μπακάλικα, επουλούσανε τσου κόλους από τσου γάλλους. Ο κόσμος τσου αγόραζε, επειδή ήτανε φτηνοί, είχανε λιπωσιά, και εκάνανε ωραία σούπα.
Γαλιάντρα ή χουχουλιάτα (η), το πουλί κορυδαλλός.
Γαλόνι (το), μονάδα μέτρησης υγρών, πριν τα λίτρα, Συνήθως εμετρούσανε το λάδι, τη βενζίνη και το πετρόλιο. Στην Αμερική, ακόμη και τώρα, μετράνε τα υγρά με το γαλόνι.
Γανιά (η), η γάνα από τσι πινιάτες.
Γάντσα (η), ένα ψάρι σαλαχοειδές, σαν την παστανάκα.
Γαργαλικάω (ρήμα), γαργαλάω | γαργαλίκημα (το), το γαργάλημα.
Γαρδέλι (το), είδος καναρινιού | γαρδελοφωλιά (η), η φωλιά του γαρδελιού.
Γαρμπούνι (το), μία αρρώστια, οπου φουσκώνει ο λαιμός και η κάτω σιαγόνα.
Γαστρί (το), τσακισμένο πήλινο αγγιό που πίνουνε οι κότες.
Γατσουλίνι (το), το γατάκι.
Γγόνι (το), το εγγόνι.
Γδώνω (ρήμα), τεντώνω, “… αυτό το σκοινί γδώνει γιατί είναι λαστιχένιο”
Γενάρης (ο), ο Ιανουάριος.
Γελοκόπι (το), τα πολλά γέλια, τα χαχανητά.
Γέννημα (το), το μπαρμπαρόσταρο, το καλαμπόκι | γεννήματα (τα), τα δημητριακά γενικότερα.
Γεράνιο (το), ένα μακριό ξύλο πάνω από το πηγάδι με αντίβαρο, που κατίβαινε με τη λάτα στο πηγάδι για να βγάλει νερό | λουλούδι.
Γερμανίτσια (τα), τα Γερμανάκια.
Γερόντσα (η), η γριά, η γερόντισα.
Γεροσύνη (η), η υγεία, “… να υπάρχει γεροσύνη στον κόσμο” | αντθ. ανημπόρια.
Γιακέτα (η), το σακάκι, η ζακέτα.
Γιαλίζει το μάτι του (έκφρ), είναι θυμωμένος, ζηλεύει, ποθεί κάτι πολύ, τα νεύρα του εφτάκανε στο αμήν.
Γιαλινόρος (ο), ο γιάλινος κούκος.
Γιαλόπετρα η), μία πέτρα που είναι σαν από γιαλί και τη βρίσκουμε στο βουνί.
Γιαλό...τσος (ο), ένα μαλάκιο τση θάλασσας, που έχει σχήμα αντρικού μόριου.
Γιατρικό (το), το φάρμακο.
Γιάτρισα (η), η γιατρίνα | η γυναίκα του γιατρού.
Γιατρουλίζω (ρήμα), περιποιούμαι ασθενή.
Γιάτσο (το), το κρύο, το παγάκι.
Γιόμα (το), το μεσημέρι.
Γιομάρι (το), ένα δεμάτι σανό ή ξύλα | γιομαρούλι (το), το μιτσό γιομάρι, “… έτο, έκαμα ένα γιομαρούλι πατσάδια για τη στια”.
Γιομίζω (ρήμα), γεμίζω, | γιόμιση (η), όταν το φεγγάρι μεγαλώνει.
Γιορτάδες (οι), οι γιορτές.
Γιόφυρα (η), η γέφυρα, “...πάμε για μπάνιο στη Γιόφυρα” | γιοφύρι (το), το γεφύρι.
Γκάγκα (έκφρ), η δαγκασιά για τα μιτσά παιδιά. “... πρόσεξε το σκύλο μη σε κάμει γκάγκα”.
Γκαστριά (η), η εγκυμοσύνη.
Γκέτινο (επιθ), το μεταλλικό, το τσίγκινο. Το επίθετο αφορά κυρίως τα τσίγκινα πιάτα, παλαιότερης εποχής.
Γκιβέτσι (το), το γιουβέτσι.
Γκίγκλα (η),  ένα ψιλό σκοινί, που το δένουνε κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου, για να στερεώνεται η σαμάρα.
Γκλοφός ή γλοφός (ο), το αγγίστρι.
Γκλώσσα (η), η γλώσσα, “… εγιόμισε η γκλώσσα του φουλτάκους”.
Γκόγκενα (η), η γυναίκα από το σόι του Γκόγκου.
Γκοζάρω (η), η μεγάλη προβατίνα, πάνω από έξι χρονών.
Γκόμα (το), το βουβό κύμα κάτω από την επιφάνεια τση θάλασσας, το κύμα που δεν κάνει αφριά.
Γκούτζος (ο), ο χοίρος | γκουτζί (το), ή γκουτζουρίδι (το), ο μικρός χοίρος.
Γκουτζίνα (η), (επιρ), το λένε όταν κάποιος σέρνει κάτι, “… σέρνει μία λάτα γκουτζίνα”.
Γκόφος (ο), το ψάρι που το λένε μαγιάτικο.
Γκρατσιόζος (ο), ο χαριτωμένος.
Γκρεμίσιο (το), αυτό που γένεται στο γκρεμό, “… έφερα καμπόσες πρασουλίδες γκρεμίσιες”.
Γκρινάρα (η), η γκρίνια | γκρίνιαρης (ο), ο γκρινιάρης.
Γκρινόξυλο (το), ένα ξύλο με γκρίζο χρώμα, που η ψίχα του έχει κίτρινο χρώμα | ο μούτσος που δεν κάθεται ορνικός.
Γκρούζουνε τ' άντερά του (έκφρ), γουργουρίζουνε τ' άντερά του από την πείνα. 
Γκύρα (η), ο γύρος, “… μετά το στεφάνωμα, εκάνανε τρεις γκύρες  στο χωριό, κι' αυτό ήτανε όλο”.
Γκώνω (ρήμα), ρήμα που το λέμε όταν υπάρχει υπερκορεσμός, “… αυτό το φαΐ  γκώνει”.
Γλάρουγκας (ο), ο λάρυγγας.
Γλέπω (ρήμα), βλέπω,“... να ιδείτε ορές τι εγλέπανε τα μάτια μου όση ώρα επερίμενα”.
Γλήγορα (επίρ), γρήγορα
Γληγόρης (ο), ο Γρηγόρης.
Γλόγκα (η), η βόλτα.
Γλουπιός(ο), το ψάρι αμοίραστος.
Γλούπος (ο), ο οισοφάγος | ο λαιμός τση μποτίλιας | μτφ. ο πολυφαγάς.
Γλοφός ή γκλοφός (ο), το αγγίστρι.
Γλυκάδες (οι), το τελείωμα τση ερωτικής πράξης, ο οργασμός, “… μούρθανε οι γλυκάδες”.
Γλυκαίνομαι (ρήμα), εθίζω σε κάτι.
Γλύσαμε (ρήμα), εγλυτώσαμε.
Γνέμα (το), το νήμα | γνέσιμο (το), η μετατροπή του μαλλιού με τη ρόκα σε γνέμα.
Γογγύλι (το), ένα κομμάτι ξύλο από τον κορμό του δέντρου.
Γοδέρω (ρήμα), ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω τη ζωή,“… εχτές έκανα μία γοδερισιά παυλόσουκα”  | γοδερισιά (η), ο ευχαριστημός | γοδερισμένος (ο), αυτός που γοδέρει τσι χαρές τση ζωής | αντιθ. αγοδέριστος (ο), αυτός που δεν απόλαυσε τσι χαρές τση ζωής.
Γόμα (η), το ελαστικό | γόμινα (επίθ), καμωμένα από ελαστικό, “… επαράγγειλα να μου φέρουνε παπούτσια γόμινα”.
Γόνας (ο), το γόνατο, “… με πονεί ο γόνας μου” “ ...έπεσε το τσαμένο και εβάρησε το γόνα του”.
Γονατάκι (επίρ), η γονυκλισία.
Γονέοι (οι), οι γονείς.
Γορδέλα (η), η κορδέλα.
Γορδόνια (τα), τα κορδόνια.
Γουβίτσες (οι), ένα παλιό παιδικό παιχνίδι.
Γουλάδα (η), ο λιθόστρωτος δρόμος.
Γουλερό (το), τόπος γιομάτος γουλιά.
Γουλίζω (ρήμα), βαρώ το χταπόδι τσι πέτρες | γουλισμένο (επίρ), “… το χταπόδι είναι γουλισμένο, έτοιμο για μαγείρεμα”.
Γούλος (o), το γουλί, η πέτρα, το βότσαλο, “ αυτός αμπυτίχει, τρώει και γούλους”  | μτφ. γουλιά (τα),  τα … αμελέτητα | Γουλερό (το), δρόμος γιομάτος γούλους.
Γουλοφάης (ο), η ουλίτιδα.
Γουμενίτσα (η), η Ηγουμενίτσα.
Γούστερας (o), η σαύρα.
Γράβα (η), η σπηλιά στα βράχια τση θάλασσας | τοποθεσία του χωριού.
Γράβαλο (το), η τσουγκράνα.
Γραμματιζούμενος (ο), αυτός που ξέρει πολλά γράμματα.
Γραμματικούδι (το), το αγόρι που βοηθά στην εκκλησιά, το παπαδοπαίδι.
Γρέμπα (η), η ξερολιθιά, η πεζούλα.
Γράτσουνα (τα), τα νύχια.
Γρεντζερνό (το), η άγρια επιφάνεια |γρέντζο (το), το άγριο, αυτό που δεν είναι λούστρο.
Γριά το μισοχείμωνο (έκφρ), λέγεται όταν κάποιος ζητάει κάτι, εκτός χρόνου και τόπου.
Γριέντζω (η), η γριά περιπαικτικά.
Γροβάλα (η), το σκληρό χώμα.
Γροβαλιά (η), ένας θάμνος που κάνει τα γρόβαλα | γρόβαλα (τα), τα αγριοκέρασα, πικροί και στιφοί καρποί ενός άγριου δέντρου.
Γρόγκος (ο), το ψάρι μουγκρί | γρογκάλι (το), ο μιτσός γρόγκος.
Γροθίδι (επίρ),  με τσι γροθιές | ο γρόθος, το γροθοκόπι, “... τσου δαιμόνισα όλους γρόθους”.
Γρουμπούλι (το), ο σβώλος, το καρούμπαλο.
Γρούνα (η), το θηλυκό χοιρινό | ένα παράσιτο τσου κήπους, που τρώει τσι ρίζες των λαχανικών|ένα τρίκυκλο μηχανάκι.
Γρούνι (το), το γουρούνι, ο χοίρος| μτφ. (βρισιά), αυτός που βρίζει τον άλλονε γρούνι, είναι σα να του λέει, ότι είναι χοίρου χειρότερος.
Γρουνιόποδας (ο), ένα λάχανο.
Γρούψια (η), η δίψα.
Γυαλόπετρες (οι), κάτι πέτρες που είναι στο βουνί, και είναι σαν από γυαλί.
Γυνί (το), το υνί που σκάβει τη γης.
Γύρσιμο (το), το γύρισμα.
Γυφτοφάσουλα (τα), τα μαυρομάτικα φασούλια, που τα λένε και αμπελοφάσουλα.


Δάγκαμα (το), η δαγκασιά.
Δαγκαναριά (η), το μιτσό αστάκι στο γένημα, που έχει λίγα, ανάγλυκα σπειριά.
Δαγκάνω (ρήμα), δαγκώνω |δαγκανιά (η), η δαγκωνιά, η δαγκασιά.
Δαγκατά (τα), τα κοντοόρουμα φρούτα.
Δαιμονίζω (μετφ), βαρώ με δύναμη,“τονε δαιμόνισε φούσκους και κλωτσιές”. 
Δάκος (ο), αρρώστια τσ' ελιάς.
Δαμάλι (το), το μιτσό μοσχάρι του γάλατος (γαλατοπόδι).
Δανεικιά (η), η δανεική, “..δώμου ωρή τη σκάφη σου δανεικιάνε, θα σου τηνε φέρω αύριο”.
Δάρτης (ο), ένα ξύλο, δεμένο σε ένα άλλο με σχοινί, που εβαρούσανε στα αλώνια, τα στάρια και τα γεννήματα, για να τα ξυπορίσουνε.
Δασκάλισσα (η), η δασκάλα. Από το επίθετο της καθαρεύουσας, διδασκάλισσα.
Δάφνη (η), παλιά ονομασία του χωριού Περλεψιμάδες.
Δέαλος ή διάουλος (o), ο διάολος, “… άει στον κείνο το δέαλο, μαϊμού”.
Δείλια (η), η κατάπτωση του οργανισμού, “… δόμουτε να φάω μία χαψιά, γιατί μ’ έπιακε δείλια” |δειλό (επίθ), το χαμηλής πυκνότητας ή αλκοολικού βαθμού, “... το κρασί μου εφέτο εβγήκε δειλό”. 
Δειλίζω (ρήμα), επαληθεύω, “… εδείλισε το χτεσινό όνειρο”.
Δειχτή (η), στο σόλιο, τον τρίλιο, στο τρισέτε και το δισκουβέρτο, μετράνε για πόντοι και οι δειχτές, που είναι: οι τρεις άσσοι, τα τρία δύο, τα τρία τριάρια και οι πουλτάνες (άσσο-δύο-τρία, σε κάθε χρώμα).
Δεκάρενα ή Δεκάρω (η), η γυναίκα από το σόι του Δεκάρα.
Δεκαοχτούρα (η), ένα μεγάλο πουλί, σαν περιστέρι.
Δελέγκου (επίρ), αμέσως.
Δέμα (το), η ξερολιθιά.
Δεμασιά (η), μία κατασκευή από λυγερά κλαριά (π.χ. σπάρτο ή άγουνα), για να κάμουνε δετούρι, για το γιομάρι, αντίς για σκοινί | δημόσια (η), η κοινή γυναίκα.
Δεν αυγώνει (έκφρ), δεν κάνει αυγά, δεν κλωσάει αυγά. Πρόκειται για τη χήνα, όταν χάσει τον συντροφο της.
Δεσπέτο (επίρ), επιτούτου.
Δετούρι, (το), ένα κορδόνι ή σκοινί για να δέσουμε κάτι.
Δευτερωμένη (η), η παντρεμένη δύο φορές.
Δήμος (όνομα), ο Δημήτρης.
Διακόνι (το), η επαιτεία | διακονιάρης (ο), ο επαίτης.
Διαλέμε (ρήμα), διαλέγουμε.
Διάνα (η), το παλιό λεωφορείο, που το λέγανε και Γιάνα.
Διάργυρος (ο), ο υδράργυρος.
Διάσκατζε (επίρ), επιτέλους, δε βαριέσε.
Διάσονας (o),το σπυρί που λέγεται καλόγερος, (δοθιήνας επιστημονικά).
Διάτα (η), η διαταγή.
Διαφίζω (ρήμα), ρίχνω θειάφι στα αμπέλια.
Διάφνη (η), η δάφνη.
Διγόνι (το), το μιτσό σταφύλι που βγήκε όψιμο τσου μούλους και δεν ερούμασε, | μτφ, το στερνό παιδί.
Διδυμάρικος (ο), αυτός που έχει δίδυμο αδελφό.
Δικαστική απομοιρασιά (η), η διανομή περιουσιακών στοιχείων από το δικαστήριο, λόγω ασυμφωνίας των κληρονόμων.
Δικάτσουλο (το), το σπίτι που τα νερά της σκέπης τρέχουνε από δύο μπάντες.
Δικεόρος (ο), ο δικηγόρος.
Δικολάβος (ο), ο Γραμματέας Πρωτοδικών, που εξουσιοδοτείται να επιλύει διαφορές, σε επίπεδο Ειρηνοδικείου.
Δικολόϊ (το), η εδικωσύνη, η συγγένεια.
Δίκοπη (η), η τσάπα. Υπήρχανε δίκοπες με πέτεινα και δίκοπες χωρίς πέτεινα, που τσι λέγανε λειβαδίσιες. Οι δίκοπες αυτές ήτανε φτιαγμένες σε χαβρικό. Αργότερα ήρθανε οι δίκοπες του εργοστασίου, που ήτανε χυτές και που τσι λέγανε Πατρινές.
Διοποιάω (ρήμα), ειδοποιώ,“... δοιοποίησέ τους νάρθουνε το πρωί αμπονόρα”.
Διπλάρικα (τα), τα δίδυμα.
Δισκουβέρτο (το), ένα παιχνίδι τση τράπουλας.
Δόγες (οι), οι ξύλινες τάβλες του βαρελιού. Πρέπει νάναι από καλό ξύλο, για να μην πάρει σπονδή (ξυνίλα) το κρασί.
Δολώνω (ρήμα), βάνω το δόλο στα αγκίστρια | δόλος (ο), το δόλωμα.
Δομός (ο), η αρχή, το ξεκίνημα, “… επιάκανε δομό από το χάραμα”.
Δόμου (ρήμα), δόσμου, δώκε μου | πληθ. δώκετέ μου ή δώμουτε.
Δοντίνι (το), κυματοειδής διακόσμηση στα ξύλα τση βεράντας.
Δοντούρες (οι), τα πίσω μεγάλα δόντια.
Δουλεία (η), το δικαίωμα εισόδου. Το λέμε, άμα χρωστάμε καποιανού δρόμο, να περνάει από το χτήμα μας.
Δούλεμα (το), το όργωμα του χωραφιού | μτφ. όταν ο ένας κοροϊδεύει τον άλλονε.
Δούλεψη (η), η σχέση εργασίας σε κάποιο αφεντικό, “… έχω στη δούλεψή μου, πέντε αργατικούς”.
Δραγάτης (o), ο Αγροφύλακας.
Δράγκαλα (τα), διακοσμητικά αγριόχορτα.
Δραπάνι (το), το δρεπάνι.
Δρότσιρας (o), το οπυράκι που βγαίνει από τον ίδρω.