Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Λιαπαδίτικο γλωσσάρι (Φ-Χ-Ψ-Ω)


ΦΙ 
Φαγαδούρικο (το), το παιδί που τρώει πολύ, το λένε και φαγανό.
Φαγάνα (η), το χωματουργικό μηχάνημα, το γκρέϊντερ.
Φαγάνιας (ο), αυτός που τρώει απ’ όλα.
Φαϊτά ή φαγιά (τα), τα φαγητά.
Φαλάρω (α δε) (έκφρ), αν δεν κάνω λάθος.
Φαληρισιό (το), το φαλιμέντο, η επιχείρηση που έπεσε όξω.
Φαλιμέντο (το), το φαληρισιό, η πτώχευση.
Φάλτσα (η), ένα δραπάνι με μακριό τσαποστέλιαρο που κόβει χόρτα.
Φαλτσέτα (η), εργαλείο του τσαγκάρη.
Φάλτσος (ο), ο παράφωνος | φάλτσο (το), το λανθασμένο.
Φαναρωτά (τα), χρυσά κοσμήματα που φορούσαν παλιά οι γυναίκες, με τη λιαπαδίτικη φορεσιά. Ήτανε από χρυσό σύρμα και με χρυσά φύλλα.
Φανέστρα (η), το παράθυρο.
Φάντες ή Φάντης (ο), ο Βαλές τση τράπουλας.
Φαούρα (η), η φαγούρα, “μ’ έπιακε φαούρα τσι πατούμες μου”
Φαούρικο (το), το φαγάδικο, “… παλιά είχε ο Σαΐτας στο χωριό, μαγαζί φαούρικο”.
Φάουσα (η), ο καλπάζων καρκίνος.
Φαραώνα (η), η φραγκόκοτα.
Φαρμανάω (ρήμα), παίζω | φαρμανιό (το), το παιχνίδι.
Φασκιά (η), στενή ή πλατιά ζώνη που είναι μπιρμπιλωτή, πλεμένη με πολύχρωμα γνέματα, που την εβάνανε οι γυναίκες στη μέση τους. Υπήρχανε φασκιές με σπίθες και με σταμπίσιες γορδέλες.
Φασούλια (τα), τα φασόλια | φασουλάκια (τα), τα φρέσκα φασουλάκια.
Φατούρα (η), το τιμολόγιο, “… τσι δουλειές τσι παίρνουνε με ξεκοπή ή φατούρα”.
Φατσάδα (η), η πρόσοψη του σπιτιού | η σελίδα του βιβλίου και του τετράδιου.
Φατσίνα ή βατσίνα (η), το εμβόλιο.
Φάωμα (το), το δέσιμο με σχοινί τση κάτω γνάθου του γαϊδάρου.
Φελά (τα), κάτι στρογγυλά –σαν κουλούρια- που επιλπλέουν στο νερό και τα βάνουνε στα δίχτυα.
Φελάνια (η), το μεγάλο ξύλο τση σκέπης και του πατώματος, το τράβο.
Φελάω (ρήμα), ακόμη μπορώ, “… δε φελάει ορή, απέλησέ το”.
Φελίκια (τα), είναι κάτι περνάρια χωρίς αγκάθια, που τα τρώνε τα ζα.
Φερτά (τα), τα εισαγόμενα.
Φευγατσούλω (η), αυτή που έφυγε.
Φθίση (η) η φυματίωση | φθισικός (ο), αυτός που πάσχει από φυματίωση.
Φιάμολες (οι), είδος παπουτσιών. 
Φιδιά (η), ποικιλία σταφυλιών, που κάνει χαμηλόβαθμο κρασί.
Φιλαδράπα (η),  ένα ρούχο, κάτι σαν καπαρτίνα. Έλεγε η Φώνη η δασκάλα σε κάποιονε: “… βγάλε ορέ αυτή τη φιλαδράπα από πάνω σου, που θέλει ξυστρί”.
Φιλέμια (τα), η περιοχή του ηνίου, πίσω από τα αυτιά.
Φιλιστόκα (η), ένα μεγάλο γραφτό κείμενο.
Φιλονάδα (η), η φιλενάδα.
Φινίρω (ρήμα), τελειώνω, “… ορές, άμα φινίρετε, ελάτε στο μπόντζο, να σας δώκω και κάτι-κάτι” | φινίρισμα (το), το τελείωμα.
Φιόρι (το), ένα διακοσμητικό στεφάνι με φτερά, που εβάνανε οι νύφες την ημέρα του γάμου. Διαφέρει από τα νερατζάνθη.
Φλεβάρης (ο), ο Φεβρουάριος.
Φλέστρη (η), τα χόρτα που μένουνε στο χωράφι μετά το θέρο. Χρησιμοποιούνται για στρώτουρα και ζωοτροφή.
Φλέτζα (η), το κομμάτι | φλετζί (το), το μιτσό κομμάτι.
Φλιέρονας (ο), το πουλί συκοφάγος.
Φλιμένος (ο), ο κακομοίρης, “… ω το φλιμένονε τι έπαθε!”.
Φλιτάρω (ρήμα), ψεκάζω.
Φλοέτα (η), η βιολέτα.
Φλορέντσα (η), παλιά αρώστια, σαν τη γρίπη.
Φλούδια (τα), τα φύλλα του αστακιού. Παλιά, εγιομίζανε τα στρώματα με φλούδια.
Φλούμια (τα), τα φύλλα από τα ρεβύθια και το μπίζη.
Φοβιτσόκολος (ο), αυτός που φοβάται.
Φογέρα (η), η φουφού.
Φοντίνα (η), το βαθύ πιάτο.
Φόρα (έκφρ), στην τράπουλα φωνάζει φόρα, αυτός που βγήκε.
Φόρος (ο), η πλατεία του χωριού. Στη μέση τση πλατείας, ερχόντανε και εισπράτανε τσου φόρους. Κάποια χρονιά εκάψανε στο φόρο, όσο ταμπάκο εβρήκανε αδήλωτο.
Φορτίκι (το), ο γάϊδαρος.
Φορτοσίδι (το), το μεγάλο φόρτωμα.
Φόρτσα (επίρ), δυνατά |φορτσάτος (ο), ο δυνατός, αυτός που έρχεται με φόρα. Από την ιταλική λέξη fortsa που σημαίνει δύναμη.
Φουγάρο (το), η καμινάδα.
Φουγάτσα (η), το τσουρέκι.
Φουγιάζω (ρήμα), φωνάζω δυνατά.
Φουλάδο (το), αυτό που είναι φουλ, το πλήρες, “… από μετζίνα, είμαι φουλάδος”.
Φούλτακας (ο), η φουσκάλα από το κάψιμο.
Φουμαίρνω (ρήμα), καπνίζω |φούμα (η), το κάπνισμα | φουμαδόροι (οι), οι καπνιστές | φουμαρισιό (το), το κάπνισμα.
Φουμάδες (οι), οι ζέστες.
Φουμέντο (το), οι εισπνοές για να ελευθερωθεί η αναπνοή. Παλιά, εβράζανε νερό σε μία λαβέντζα, και ερίχνανε μέσα αγιασμό, φύλλα διάφνης και μηλοβαγιά. Ύστερα εκουρκουλώνανε το κεφάλι τους με μία καρκούλα και εσκύβανε πάνω από τη λαβέντζα και εκάνανε εισπνοές.
Φουντάνα (η), η πηγή.
Φουντόπανο (το), πανί που το βάνανε με σταχτόνερο, για να κλείσουνε τα στεγανά στο σκεπαστάρι του φούρνου.
Φουρκάτα (η), το ξύλο του γεράνιου | το ξύλινο υποστήριγμα.
Φουρκί (το), η απόσταση από την άκρη του αντίχειρα, μέχρι την άκρη του δείκτη.
Φουρκίζω (ρήμα), πιένω καποιανού το λαιμό με τσου δύο αντίχειρες και τσου δύο δείκτες και τόνε σφίγγω.
Φουρλαμέντα (οι), τα χρειαζούμενα, οι αποσκευές.
Φούρνελας (ο), ένα λάχανο που μαγειρεύεται.
Φουρνέλο (το), η έκρηξη, το σμπάρο.
Φουσάτα (τα), αερικά σαν τσι αναράϊδες.
Φούσκαλα (τα), τα χλωρά κουκιά που μαγειρεύονται και τρώγονται με τα πετσιά τους.
Φουσκοδενδριές (οι), συναίσθημα χαράς και ανάτασης με τον ερχομό τση άνοιξης, που συνοδεύεται από ερωτικές επιθυμίες.
Φουσκομάρα (η), η φούσκωση, το φούσκωμα, “...΄έχω μία φουσκομάρα,, άλλο πράμα”.
Φούσκος (o), η σφαλιάρα, το σκαμπίλι, “...ετσακωθήκανε και τονε γιόμισε φούσκους”.
Φουφού (η), το μαγκάλι που βάνουμε κάρβουνα ή πυρήνα, για ζέσταμα ή για μαγείρεμα.
Φράγκα (τα), τα λεφτά, οι παλιές δραχμές, γιαυτό λέμε ένα δίφραγκο,“… μου χρωστάει ο άλλος εκατό χιλιάδες φράγκα, και κάνει που τ’ αλησμόνησε”.
Φραγκόφτιαρο (το), το σπαραδιέρι, αυτό που βάνουνε τη μάλτα οι οικοδόμοι.
Φράξιος (ο), η φτελιά.
Φρεσκάδο (το), το δροσερό.
Φρεσκαδούρα (η), αυτό που μας δημιουργεί φρέσκο.
Φρεσκαμέντο (το), κάτι που δροσίζει.
Φροκαλώ (ρήμα), σκουπίζω | φροκάλι (το), η σκούπα | φροκαλίδια (τα), τα σκουπίδια.
Φρόλος (ο), ο αδύνατος.
Φρύγω (ρήμα), ξεραίνω, “… έβαλα τη ρίγανη να φρυγεί”.
Φτενός (ο), ο αδύνατος, αυτός που δεν είναι παχιός | φτενοπέτσικο (το), το πορτοκάλι  που έχει φτενά πετσιά.
Φτερουκάκια (τα), κάτι σα μπίζης πρικός, που βγαίνει στα λιμνοχώραφα.
Φτερωτή (η), ο ανεμιστήρας.
Φτιάρι (το), εκτός από το ομώνυμο εργαλείο, ένα ξύλινο φτιάρι με μεγάλο μακρύ  κοντάρι, με το οποίο παλαιότερα εφουρνίζανε το ψωμί.
Φτιένω (ρήμα), επισκευάζω.
Φτιμή (η), η στιγμή, “… μια φτιμή κι’ έρχομαι”.
Φτιώ (ρήμα), φτύνω | φτυσίδια (τα), οι φτυσιές, “… με δαιμόνισε φτυσίδια”. 
Φτονάω (ρήμα), φθονώ.
Φτωχικάτα (επίρ), όπως οι φτωχοί.
Φυλάομαι (ρήμα), φυλάγομαι | φυλαόσουνε (προστ), να φυλάεσε, “… να φυλαοσάστενε στο δρόμο παιδιά μου”
Φύλλο (το), μονάδα μέτρησης του μπακαλάρου, “…. βάλε μου δύο φύλλα μπακαλάρο από τον ξερόνε και γράφτονε”.
Φυραίνω (ρήμα), χάνω βάρος | φύρα (η), η απώλεια βάρους.
Φυρίδα (η), εσοχή του τοίχου που ακουμπάνε πράματα.
Φυσούνι (το), ένα κανούλι, που εφυσούσανε τη στιά για να ανάψει | φυσούνα (η), το μεγάλο φυσερό στο χαβρικό.
Φύτεμα (το), το καινούριο αμπέλι.
Φωτερά (τα), τα φώτα γενικώς “… για δες χωριό, δύο φωτερά όλα κι’ όλα”,  έλεγε κάποιος για τσου Γαρδαλάδες.

ΧΙ
Χα (έκφρ), μόριο προτροπής σε γάϊδαρο να προβατήσει.
Χαβρικό (το), το παλιό σιδεράδικο, με φυσούνα, στιά και αμόνι. Εκεί εκάνανε πέταλα για τα άλογα και κάγκελα με πλέριο σίδερο | χάβρα (η), η φασαρία | χάβρος (ο), ο σιδεράς που έχει το χαβρικό.
Χάδω (επιφ), επιφώνημα προτροπής σε γάϊδαρο | αντθ. ψο. | Χακεί (επιφ), επιφώνημα προτροπής σε γάϊδαρο να στρίψει προς τα εκεί. 
Χαζήρι (επίρ), τακτοποιημένα, “... τα κάμετε όλα χαζήρι”.
Χαζολοΐζω (ρήμα), ξεχνιέμαι.
Χαιρέτιο (το), ο χαιρετισμός.
Χακεί (επιφ), επιφώνημα προτροπής σε γάϊδαρο | αντιθ. ψο.
Χαλάω τη σαρακοστή (έκφρ), διακόπτω τη νηστεία.
Χαλεύω (ρήμα), ψάχνω, γυρεύω.
Χαλιβάς (ο), ο χαλβάς.
Χαλκοματένια (τα), τα χάλκινα. Έτσι λένε και τα τρία μικρά κέρματα του Ευρώ.
Χαμόκουτος (ο), ο λίγο κουτός, ο κουτέλικος.
Χαμόπρικο (το), το υπόπικρο, το λίγο πρικό.
Χαμόρυγγας (ο), ένα τρωκτικό που κινείται κάτω από το έδαφος και τρώει τσι ρίζες και τα λάχανα.
Χάμουρα (τα) τα αξεσουάρ τση φορεσιάς του αλόγου.
Χανιός (ο), το ψάρι χάνος
Χαντακώνομαι (ρήμα), αδικιέμαι σε σχέση με την αξία μου | χαντακωμάρα (η), η καταστροφή.
Χαρακωσιά (η) η χαρακιά.
Χαρά (συνεκδ), ο αρραβώνας ή ο γάμος, “... πάντα σε χαρές”.
Χάραμα (το), το ξημέρωμα.
Χαραμός (ο), ο υπόνομος.
Χαραμπουλίκα (τα), οι χαρές και τα τραγούδια, “... χαραμπουλίκια πεθερά τι σούμελε να πάθεις”. 
Χαρτί (ποσ. επίρ), “... σύρε ορέ να φέρεις ένα χαρτί μανέστρα”.
Χαρτιά (κάνω χαρτιά), κάνω διαθήκη.
Χαρτουλίνα (η), συσκευασία σε χαρτί, που είναι σα χωνί και που μέσα βάνουνε από καραμέλες μέχρι ψάρια. 
Χάφτω (ρήμα), τρώω με βουλιμία, “...έχαψε τρία πιάτα με το βλοητός”.
Χειλιδριάς (ο), είδος φιδιού.
Χειμωνικό ή χυμονικό (το), το καρπούζι.
Χειρόβολο, ή χερόβολο, ή χεράδι (το), η ποσότητα χόρτου που χωράει στην απαλάμη.
Χειροπαλαμιά (η), το χτύπημα με την απαλάμη, ...με μία χειροπαλαμιά εσκότωσε τρεις μύγες”.
Χερικό (το),
η αρχή | κάνω χερικό (έκφρ), εγκαινιάζω.
Χέρισο (το), το αδούλευτο χτήμα.
Χινιός (ο), ο αχινός. Τρώγονται μόνο αυτοί που είναι καφένιοι και έχουνε φύκι στο στόμα τους και όχι οι μαύροι που τσου λένε οβριούς.
Χιονάδα (η), το πάγωμα, “... ένοιωσα μία χιονάδα στο χέρι μου”. 
Χλαλοή (η), ακαθόριστες κουβέντες από πολλούς.
Χλάπα (η), η ζέστη | χλαπό (το), το ζεστό |χλαπέλικο (το), το ζεστούλικο. 
Χλεμπού (η), το ψάρι πεσκανδρίτσα
Χλούμπα (χρον. επίρ), πολύ νωρίς το πρωί, “... ασκώθηκε χλούμπα κι' έγυρε μισή ώρα να κάτσει ο ήλιος”.  
Χλωροσιά (η), γενικά η πρασινάδα. 
Χλωροτόπι (το), το χωράφι με εύφορο άσπρο χώμα, που είναι σχεδόν πάντα πράσινο. Χοίριο (το), το χοιρινό κρέας.
Χοιροσφαές (οι), η μέρα που εσφάζανε τσου χοίρους. Αυτό εγενόντανε στις 20 Νοεμβρίου, του Αγίου Φιλίππου. Το πρωί εσφάζανε τσου χοίρους και το βράδι εκάνανε τραπέζι. Την άλλη μέρα άρχιζε το 40ήμερο.
Χολεύομαι (ρήμα), με πιένει χολή, θυμώνω, οργίζομαι | χολή (η), η οργή, ο θυμός | χολεμένος (ο), αυτός που εθύμωσε. 
Χόντρακας (ο), η μεγάλη χοντρή πέτρα, “... ο δρόμος είναι γιομάτος χοντράκους”.  
Χόντρος (το), το πάχος | χοντροπέτσικο (το), το πορτοκάλι με τα χοντρά πετσιά.  
Χοντροφωνίζω (ρήμα), φωνάζω ντουρά. 
Χορδές (οι), ένας καλός μεζές. Είναι μιτσά κομμάτια ξύγκι τυλιμένα με άντερα που ψένονται στα κάρβουνα.  
Χορόμερα (η), η μέρα που στην πλατεία του χωριού χορεύουνε για γιορτή ή για γάμο.
Χόρταση (η), ο κορεσμός, “... από λίγα να πάρετε, δεν είναι για χόρταση”.
Χορτασιά (επίθ), βαθμός ικανοποίησης από φαγητό, “... έκανα μία χορτασιά παυλόσουκα”.
Χουγιάζω (ρήμα), φωνάζω δυνατά
Χούμπια (η), η πόρπη τση ζώνης.
Χούνι (το), η κλεισούρα, η στούγα.
Xουχλουβάγια (η), ένα λάχανο που τρώεται, που λέγεται και ριζούλα.
Χουχουλιάζω (ρήμα), κάθομαι κάπου απόμερα για να ζεσταθώ.  
Χουχουλιάτα ή γαλιάντρα (η), ο κορυδαλλός.  
Χουχουλιός (ο), ο κοχλίας τση θάλασσας.
Χρέγια (τα), τα χρέη.
Χρονικός (επίθ), ο γέροντας, το μεγάλης ηλικίας άτομο.
Χρυσή (η), ο ίκτερος. Όταν τα παιδιά παθαίνανε ίκτερο, με μία βελόνα ραψίματος ή με ένα σφιγκλί, κόβανε το θυλίκι στο επάνω χείλος.
Χρυσικός (ο), ο χρυσοχόος, ο κοσμηματοπώλης. 
Χρυσόκομπα (τα), είναι χρυσά κομπιά, στολίδια τση παλιάς αντρικής λιαπαδίτικης φορεσιάς. Τα χρυσόκομπα είχανε από πίσω στερέωμα και ήτανε πέντε. Τρία εφορούσανε στο πέτο και τα δύο ήτανε μανικετόκουμπα. 
Χρωστίμια (τα), αυτά που χρωστάμε.  
Χτενίτας (ο), ποικιλία μύκανα, μανιτάρι.
Χτήμα (το), το κτήμα. 
Χτικιό (το), η φθίση, η φυματίωση.
Χτιστάδες (οι), οι χτίστες.
Χώρα (η), η πόλη τση Κέρκυρας.
Χωριάτσα (η), η γυναίκα του χωριού | μτφ. γυναίκα χωρίς καλούς τρόπους | χωριατσέλι (το), το παιδί με χωριάτικους τρόπους, “... ένα μήνα να κάτσεις ακόμα εδώ και θα γένεις μια χαρά χωριατσέλι”. 
Χωρίς χρεία σου (έκφρ), χωρίς να υποχρεωθείς.
Χώριση (η), το χώρισμα.
Χωστές (επίθ), χωμένες. Το λένε για τσι πατάτες που δεν ποτίζονται | αντθ. ποτιστικές.

ΨΙ
Ψαλτάδες (οι), οι ψάλτες.
Ψάνη (η), κόκκοι ξερού σταριού, για επιτόπιο κατανάλωση. Τρίβουνε τσι αχουφτιές ξερά στάχυα σταριού και τρώνε τσου σπόρους. Αυτό λέγεται ψάνη.
Ψάρια του πηρουνιού (έκφρ), τα μεγάλα ψάρια.
Ψάρια του χεριού (έκφρ), τα λιανά ψάρια.
Ψαρίλιας (επίρ), μυρωδιά από ψάρι.
Ψαρόκολα (η), είδος κόλας που τηνε χρησιμοποιούσανε για κολλήματα. Την εβράζανε με τσι ώρες σε ένα καζάνι και την αλοίφανε με πινέλο.
Ψαρολόγος (ο), ο ψαράς, αυτός που ασχολείται με τη θάλασσα και το ψάρεμα.
Ψέλνω (ρήμα), ψάλλω.
Ψεματινός (ο), ο ψεύτικος.
Ψεματούρες (οι), τα μεγάλα ψέματα.
Ψένω (ρήμα), ψήνω.
Ψεύτρικο (το), το ψεύτικο.
Ψηφάω (ρήμα), ψηφίζω.
Ψιλίθρα (η), η ανεμοβλογιά. Η λέξη σπάνια ακούγεται στο χωριό, όμως τσου Παξούς και στη νότια Κέρκυρα είναι συνηθισμένη.
Ψιλώνω (ρήμα), αποψιλώνω, καθαρίζω τα χτήματα από χόρτα. 
Ψιωνίζω (ρήμα), αγοράζω, ψωνίζω | ψιώνια (τα), τα ψώνια | ψιώνιο (το), ο συνεπαρμένος.
Ψο (μόριο), εντολή σε γάϊδαρο να σταματήσει | αντθ. χάδω, χακεί.
Ψόφος (ο), η θανή, “...κακό ψόφο νάχεις”  |το πολύ κρύο, “...κάνει πολύ κρύο σήμερα”.
Ψυχή μου (έκφρ), έκφραση αγαλλίασης.
Ψυχοπόνια (η), οίκτος, λύπηση.
Ψυχρώνομαι (ρήμα), παίρνω κρύωμα | ψύχρωμα (το), το κρύωμα, “... ένα ψύχρωμα ήτανε όλο κι’ όλο”. |ψυχρωμένος (ο), ο κρυωμένος, ο συναχωμένος.
Ψωμοπουλιό (το), το μαγαζί που πουλεί ψωμί.
Ψωμιά (τα), εκτός από τα φαγώσιμα, το σπείρωμα τση βίδας.
Ψωμοζητάω (ρήμα), διακονάω.
Ψωμώνω (ρήμα), ωριμάζω, “… τα κουκιά, είναι ακόμα αψώμωτα” | ψωμωμένα (τα), τα ώρουμα, αντθ. αψώμωτα.
Ψωραροί (οι), παλιά ονομασία του χωριού Άγιος Προκόπιος.
Ψωρίτας (ο), αυτός που έχει ψώρα | μτφ. ο ιδιότροπος, “… όλοι αντάμα και ο ψωρίτας χώρια”.
Ψωφίτας (ο), αυτός που κοντεύει να τα τινάξει.

ΩΜΕΓΑ
Ω μάνα μου (έκφρ), έκφραση πόνου ή κούρασης.
Ω ψυχή μου (έκφρ), έκφραση αγαλίασης.
Ωιμένανε (έκφρ), αλλοίμονό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου